-
1 λαβρεία
λαβρ-εία· ἡ τοῦ λόγου ἔκληψις, Hsch.;A = ἡ φλυαρία, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβρεία
См. также в других словарях:
λαβρεία — λαβρεία, ἡ (Α) [λαβρεύομαι] 1. φλυαρία με θρασύτητα και προπέτεια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ λόγου ἔκληψις» … Dictionary of Greek